- επινόημα
- το (AM ἐπινόημα) [επινοώ]επινόηση, τέχνασμα, εφεύρημααρχ.αντίληψη, κατανόηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπινόημα — thought neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επινόημα — το, ατος ό,τι επινοεί κανείς, εφεύρημα, τέχνασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπινοημάτων — ἐπινόημα thought neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοήμασι — ἐπινόημα thought neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοήμασιν — ἐπινόημα thought neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοήματα — ἐπινόημα thought neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοήματι — ἐπινόημα thought neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοήματος — ἐπινόημα thought neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλαμήδης — I Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ναυπλίου και της Κλυμένης, αδελφός του Οίακα και του Ναυσιμέδοντα. Ο σχετικός με τον Π. μύθος αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από τα ομηρικά ποιήματα. Στις αρχές του Τρωικού πολέμου συμμετείχε στις πρεσβείες… … Dictionary of Greek
αρχιτεκτόνημα — το (Α ἀρχιτεκτόνημα) [αρχιτεκτονώ] 1. το αρχιτεκτονικό έργο, το οικοδόμημα 2. το ευφυές δημιούργημα ή επινόημα … Dictionary of Greek